- ανασκαλεύω
- (και ανασκαλίζω), -εψα, -εύτηκα, -εμένος1. ανασκάβω κάτι ελαφρά: Μην ανασκαλεύεις πια άλλο, βράδιασε.2. συδαυλίζω τη φωτιά: Του άρεσε, τα βράδια του χειμώνα, ν' ανασκαλεύει τη φωτιά στο τζάκι.3. αναμοχλεύω, ανακινώ (παλιά υπόθεση): Μην τα ανασκαλεύετε αυτά, περασμένα ξεχασμένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.